- δυσφημώ
- diffamer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δυσφημώ — (AM δυσφημῶ, έω) κακολογώ, διαδίδω πληροφορίες, συνήθως ανυπόστατες, με σκοπό να βλάψω την υπόληψη κάποιου («τὶ μὲ δυσφημεῑς», Ευρ. Εκ.) αρχ. λέω κακές λέξεις, δυσοίωνες, απαίσιες («δυσφημοῡσα τὸν θεὸν καλεῑ», Αισχ.) … Dictionary of Greek
δυσφημώ — δυσφήμησα, δυσφημήθηκα, δυσφημημένος, και δυσφημίζω δυσφήμισα, δυσφημίστηκα, δυσφημισμένος, κακολογώ, συκοφαντώ: Τον δυσφημούσαν γιατί πήγε κόντρα στα συμφέροντά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσφημῶ — δυσφημέω use ill words pres subj act 1st sg (attic epic doric) δυσφημέω use ill words pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσφήμῳ — δύσφημος of ill omen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσφημίζω — δυσφημώ … Dictionary of Greek
αλληλοδυσφημούμαι — ( έομαι) δυσφημούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν δυσφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δυσφημώ ( ούμαι)] … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
αδυσφήμητος — η, ο [δυσφημώ] αυτός που δεν δυσφημήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να δυσφημηθεί … Dictionary of Greek
ανεγορεύω — [αναγορεύω] 1. δυσφημώ, κακολογώ 2. υπενθυμίζω φορτικά εξυπηρέτηση που έκανα σε κάποιον … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek